οκτωκαιεικοσίφθογγος

οκτωκαιεικοσίφθογγος
ὀκτωκαιεικοσίφθογγος, -ον (Α)
αυτός που έχει είκοσι οκτώ φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + φθόγγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”